- ἀποχρῶντος
- ἀποχράωsufficepres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαρκούς ή αποχρώντος λόγου, αρχή — (principium rationis sufficientis). Αρχή της Λογικής, σύμφωνα με την οποία κάθε φαινόμενο έχει μία αιτία. Όμως, η ίδια αιτία δεν παράγει απαραίτητα και το ίδιο το φαινόμενο, ούτε η αιτία του ίδιου φαινομένου είναι πάντοτε η αυτή. Η α.ε.λ.… … Dictionary of Greek
Βολφ, Κρίστιαν φον- — (Christian von Wolff, Μπρέσλαου 1679 – Χάλε 1754).Γερμανός φιλόσοφος. Ο Β. κυριάρχησε στην επιστημονική σκέψη της Γερμανίας του 18ου αι. Η θεωρία του αντιπροσωπεύει τη βάση του εθνικισμού, που χαρακτηρίζει τον Γερμανικό Διαφωτισμό… … Dictionary of Greek
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek